- κοινογραφώ
- κοινογραφῶ, -έω (Μ)1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο3. παθ. κοινογραφοῡμαι, -έομαι(για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν περισπωμένων έστίν, ὅτε κοινογραφεῑται»Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο-γραφώ, δημοσιο-γραφώ].
Dictionary of Greek. 2013.